Η εμμονή στην απατηλή πίστη

C
Γιώργος Παππάς

Η εμμονή στην απατηλή πίστη

«Δεν αλλάξαμε τον κόσμο. Μάλλον ο κόσμος μάς έκανε τη χάρη ν’ αλλάξει για λογαριασμό μας». Κι ευτυχήσαμε που υπήρξε ο Tony Judt για να μας διδάξει πώς να το αναγνωρίσουμε.

O Tony Judt ανήκει στους ήρωές μου, στους 3-4 ανθρώπους που διαμόρφωσαν τον τρόπο που σκέφτομαι και αντιλαμβάνομαι τον κόσμο γύρω μου, τη ροή της ιστορίας, τον τρόπο με τον οποίο είμαι πολιτικό ον. Την πρώτη φορά που διάβασα το magnum opus του, την ιστορία της Ευρώπης του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, ένιωθα σαν κάποιος να φωτίζει ξαφνικά ένα μισοσκότεινο δωμάτιο μέσα στο οποίο αδαείς και μισότυφλοι σκοντάφτουμε ο ένας πάνω στον άλλο. Το ίδιο και με την ύστερη κατάθεσή του, τις συζητήσεις του για τον δικό του 20ό αιώνα με τον Τίμοθι Σνάιντερ (αμφότερα κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια) με διάχυτη σοφία να αναδύεται ακόμη και από τις πλέον ασήμαντες, φαινομενικά, λεπτομέρειες της πορείας μιας ηπείρου τόσο πολυσύνθετης μα και τόσο ενιαίας. Εξυπακούεται λοιπόν πως κάθε νέα κυκλοφορία έργου του Judt στα ελληνικά αποκτά προτεραιότητα στον χρόνο μου, στην αναζήτηση του ατομικού μου διαφωτισμού. Ειδικά επειδή ο πρώιμος θάνατός του στέρησε τον κόσμο μας από έναν από τους διεισδυτικότερους αναγνώστες του.

Το «Πανδοχείο της Μνήμης» είναι μια ύστερη αυτοβιογραφική κατάθεση του Judt. Έχει ήδη διαγνωσθεί με Νόσο του Κινητικού Νευρώνα, μια ανίατη, γρήγορα εξελισσόμενη εκφυλιστική νευρολογική νόσο που οδηγεί σε πλήρη παραλυσία και θάνατο. Πασχίζει να καταγράψει όσα περισσότερα μπορεί. Ξεκινά από τα όνειρά του, είτε αθώα ή δυσοίωνα, από παιδικά χρώματα ζωής, και καταλήγει να συζητά κοσμογονικές μεταβολές, εθνικές νοοτροπίες, δογματισμούς, ακαδημαϊκά αδιέξοδα, ξοδεμένες αγάπες, ανέστιες αναζητήσεις σε τρεις ηπείρους, μα πάνω απ’ όλα, όπως στη ζωή του όλη και στην εργογραφία του, καταλήγει να συζητά για την ανάγκη αναζήτησης της αλήθειας, και πίστης στη σημασία της αλήθειας. Εν προκειμένω, της ιστορικής.

Ο παλιός αναγνώστης του θα είναι εξοικειωμένος με τα περισσότερα από τα αυτοβιογραφικά στοιχεία που παραθέτει ο Judt στο «Πανδοχείο της Μνήμης». Αυτά άλλωστε αποτελούσαν και αφορμές για τις συζητήσεις του με τον Σνάιντερ στο «Σκέψεις για τον Εικοστό Αιώνα». Για τον αμύητο, το ταξίδι της ζωής του που εκτυλίσσεται στο «Πανδοχείο» είναι συναρπαστικό: Γόνος Εβραίων εμιγκρέδων που μεγαλώνει στη μεταπολεμική Βρετανία, ξεμπερδεύει με όλους τους δογματισμούς από την εφηβεία του ήδη, βιώνοντας και μαρξισμό και σιωνισμό, καταρρίπτει τη μισαλλοδοξία τους και, προτιμώντας τελικά το Κέιμπριτζ, θα γνωρίσει από κοντά την παριζιάνικη διανόηση αμέσως μετά τα αδιέξοδα της μαγιάτικης αυταπάτης τους. Αργότερα θα μοιράσει τον χρόνο του και τη διδασκαλία του μεταξύ των δυο πλευρών του Ατλαντικού, θα εντρυφήσει στην τσέχικη ιστορική βιβλιογραφία, στο πρωτότυπο, θα συγγράψει το απόλυτο ιστορικό ντοκουμέντο για τη μεταπολεμική Ευρώπη (χωρίς τις αυταπάτες των δεσποτάδων της Αριστεράς και των γκρούπι του Hobsbawm) και θα καταλήξει στη Νέα Υόρκη, όπου θα αναγνωρίσει μια παγκόσμια μητρόπολη ταιριαστή να αποκαλείται σπίτι του (έχοντας πρώτα συνειδητοποιήσει πως «κάθε μέρος είναι το πουθενά ενός άλλου»). Και, πριν ησυχάσει, θα πεθάνει, το 2010, σχεδόν ταυτόχρονα με την κυκλοφορία του «Πανδοχείου» στο εξωτερικό. Ένα ταξίδι ήδη σημαδεμένο από πολλαπλές οπτικές, από καταναγκαστικά κληρονομημένα «είναι» και απελευθερωτικά «γίγνεσθαι»: μια οικογενειακή κληρονομιά που τον εξανάγκασε να συζητήσει, να διερευνήσει, να αναλύσει το Ολοκαύτωμα, τα Δόγματα και τους Ολοκληρωτισμούς, την ανάγκη κάθε έθνους να πλάσει τη δική του ανάγνωση. Αλλά και ένα γνήσιο, υγιές (και τόσο σπάνιο πια;…) ακαδημαϊκό πνεύμα, ανάγκης γνώσης και διδαχής. Και ως εκ τούτου μια απλότητα, μια αποδοχή των ατομικών παθών του και αδυναμιών του, μια καταδεκτικότητα με τον απλό άνθρωπο, τον αδαή, τον παραπλανήσιμο, τον εύπιστο.

Δεν είναι λοιπόν παράξενο που στις σελίδες του «Πανδοχείου της Μνήμης» η λατρεία του Judt για τα τρένα και τους σταθμούς διαδέχεται τις μνήμες από την εμμονή του πατέρα του με τα αυτοκίνητα Citroen (και όσα αυτή η μανία υποδήλωνε για την ανάγκη αίσθησης εγγύτητας με την ηπειρωτική Ευρώπη ενός Εβραίου που βρέθηκε στην Αγγλία), και που αυτά διαδέχεται μια εμβριθής ανάλυση για την τρέχουσα κατάσταση της γαλλικής διανόησης (όλων αυτών που «έκαναν όνομα μέσα από αλλεπάλληλες συνεισφορές σε αμφίρροπες διαμάχες του συρμού») και της École Normale Supérieure, αλλά και μια ουσιαστική, λιτή μα πλήρης αναφορά στο πού πάσχει η τρέχουσα διδασκαλία, πώς τη σκοτώνει η πολιτική ορθότητα («Άλλο η ισότητα στις ευκαιρίες και άλλο η ισότητα στο αποτέλεσμα»), πώς ναρκώνονται τα πανεπιστήμια μέσα στην αυταρέσκειά τους. Ενδιάμεσα υπεισέρχονται εμπνευσμένες αναγνώσεις πολιτικών ηγετών ως κλασικών ζωγράφων (από τον Τιτσιάνο του Ρούζβελτ ως τον Damien Hirst του Μπλερ…), μια αδυσώπητη ανατομία του Μάη του ’68 ως επανάσταση των φρου-φρου και των αρωμάτων (την ίδια ώρα που εξελισσόταν το δράμα της Πράγας για τον οποίο ο Μάης σιώπησε ύποπτα), ένα ταξίδι στην Πράγα του 1985 με τη διανόηση διωκόμενη, μια κραυγή αγωνίας για την τελμάτωση της εβραϊκότητας ως πρόσκληση στην αυτολύπηση, αναφορές στο «Μαγικό Βουνό» του Μαν, αλλά και ένα σκληρό κατηγορώ για κομμάτι της διανόησης του σήμερα, τους δουλοπρεπείς διανοούμενους που φοβούνται να σκεφτούν για λογαριασμό τους. Και πικρά, εντέλει, έρχεται η κατανόηση του τέλους, της ανίατης ασθένειας, της γνώσης πως δεν υπάρχει πια άλλο «γίγνεσθαι», πως «μερικά πράγματα θα ξανασυμβούν ποτέ».

Ο κόσμος που ζούμε πλάστηκε τον 20ό αιώνα. Η κληρονομιά του Judt είναι οι οδηγίες χρήσης για να συνειδητοποιήσουμε πού ζούμε και γιατί. Το σύντομο διάστημα του 21ου αιώνα που βίωσε το ανέγνωσε λιγότερο επιτυχημένα (στα δικά μου μάτια τουλάχιστον). Το «Πανδοχείο» καταλήγει με μια επίκληση στον απλό άνθρωπο, αυτόν που αντιπροσώπευσε ο Judt:

Το λεπτό επίχρισμα του πολιτισμού στηρίζεται σε ό,τι μπορεί κάλλιστα να είναι μια απατηλή πίστη στην κοινή ανθρωπιά μας. Απατηλή ή όχι όμως, καλό θα είναι να εμμείνουμε σ’ αυτή.

ΥΓ: Η εξαιρετική μετάφραση υπογράφεται από τον Γιώργο Καράμπελα και τον Κώστα Λιβιεράτο. Μια μικροένσταση μόνο για το αν το Indian Summer μεταφέρεται στα ελληνικά ως Ινδικό Καλοκαίρι· θα έλεγα Ινδιάνικο.