Με το ραβδί και το σπαθί

C
Ευθυμία Δεσποτάκη - Ελευθέριος Κεραμίδας

Με το ραβδί και το σπαθί

Πάντοτε τα σπαθιά ασκούσαν γοητεία στους ανθρώπους. Το πλήθος μάχεται εκ της παρατάξεως, με δόρυ, κρυμμένο πίσω από ασπίδα – αλλά το σπαθί είναι το όπλο του ήρωα, εκείνου που ξεχωρίζει έξω από τις γραμμές. Ο σπαθοφόρος και ο σπαθιστής είναι άτομα που διακρίνονται, που μπορούν να γίνουν κάτι περισσότερο από τον μέσο όρο.

Και ποιος δεν θέλει να γίνει κάτι περισσότερο από τον μέσο όρο; Από τον Αχιλλέα έως τον Αλέξανδρο, από τον Γκιλγκαμές ώς τον Μπέογουλφ, από τον Μαινόμενο Ορλάνδο ώς τον Αρθούρο, ήρωες ξεχώριζαν σε κάθε εποχή, με το σπαθί τους. Οι περιπέτειές τους έγιναν έπη και σάγκες και γέμιζαν τα μυαλά των παιδιών με ανδραγαθίες πριν καν ο άνθρωπος αρχίσει να ονομάζει την τέχνη του λόγου λογοτεχνία.

Είναι πολύ μακριά η γραπτή και προφορική πορεία από τις πρώτες αρθρωμένες λέξεις έως την εμφάνιση του Fantasy. Αμέτρητα τα ριζικά κείμενα: οι λογοτεχνικές γενεαλογίες θα γέμιζαν ολόκληρους τόμους από μόνες τους. Ιλιάδα και Οδύσσεια, Μαχαμπαράτα, η σάγκα των Βολσούγκ και το τραγούδι των Νιμπελούνγκεν, το Μαμπινόγκιον, το Ταξίδι στη Δύση, το Βιβλίο του Ντέντε Κορκούτ, ιστορίες που μιλούν για εκείνον που ξεχώρισε με το σπαθί του, με τη γενναιότητα, την εξυπνάδα του, και πολλές φορές και με την ανθρωπιά του.

Τον Μεσαίωνα η ευρωπαϊκή Δύση πέρασε από τα έπη στα ιπποτικά ρομάντζα. Μάλιστα, ένας από τους τρεις σημαντικούς κύκλους ρομάντζων (εκτός από του Αρθούρου και του Καρλομάγνου), είναι του Μεγάλου Αλεξάνδρου! Τα περιεχόμενα των ρομάντζων μάς είναι οικεία ακόμα κι αν δεν έχουμε διαβάσει κανένα: κονταρομαχίες, αναζητήσεις, τραγικοί έρωτες και αγνή, άμεμπτη συμπεριφορά – αν και, πολλές φορές, η έννοια του ηθικού και του άμεμπτου είναι ευθέως ανάλογη με την εκάστοτε εποχή και τις ανοχές της στην… καφρίλα. Η μεγάλη δημοτικότητα των ιπποτικών ρομάντζων στην Ισπανία της Αναγέννησης έκανε τον Θερβάντες να δημιουργήσει τον τραγικά αξιαγάπητο Δον Κιχώτη για να τα σατιρίσει, κι έτσι γράφτηκε το βιβλίο που πολλοί έχουν αποκαλέσει «καλύτερο μυθιστόρημα όλων των εποχών» και «πρώτο σύγχρονο μυθιστόρημα».

Αυτό που όχι μόνο δεν άλλαξε τον Μεσαίωνα αλλά συστηματοποιήθηκε, είναι πως κάθε σπαθοφόρος είχε τον μέντορά του, σοφό γέρο με μαγικές/μαντικές ικανότητες: πρώτος και καλύτερος ο Μέρλιν (αν και, για τις πιο νέες γενιές, ο Γκάνταλφ τον έχει στριμώξει στη γωνία διεκδικώντας τον τίτλο του αρχέτυπου). Στα έπη και τα ρομάντζα, η μαγεία και τα μαγικά πλάσματα είχαν δεύτερο ρόλο, αλλά στα λαϊκά παραμύθια τον πρώτο. Στην Ανατολή τα παραμύθια εντάχθηκαν σε σπονδυλωτά λογοτεχνήματα όπως οι Ιστορίες του Βετάλα και οι Χίλιες και μια νύχτες. Στην Ευρώπη, όμως, υπήρχε ήδη από την αρχαιότητα η πεποίθηση πως δεν είναι άξια να χαραμιστεί μελάνι και πολύτιμος πάπυρος για την καταγραφή τους («Όπως λένε οι γριές» ειρωνεύεται ο Πλάτωνας).

Η έλευση του Διαφωτισμού δεν βελτίωσε την κατάσταση. Τα παραμύθια και κάθε υπερφυσικό στοιχείο σε αφήγηση (εκτός κι αν ήταν αλληγορικό) θεωρήθηκαν μέσα διάδοσης προλήψεων. Σ’ αυτό το αρνητικό κλίμα, ενώ οι λογοτεχνικές γενεαλογίες που γέννησαν τα άλλα δυο μεγάλα ρεύματα του φανταστικού, τον Τρόμο και την Επιστημονική Φαντασία, προχώρησαν, η πορεία που θα κατέληγε στο Fantasy «πάγωσε».

Αργότερα, οι οπαδοί του Ρομαντισμού, οι οποίοι (στον αντίποδα του Διαφωτισμού) θεοποιούσαν το συναίσθημα έναντι της λογικής και το παρελθόν έναντι του μέλλοντος, διέσωσαν και ανέδειξαν όσα παραμύθια και προφορικά ριζικά κείμενα είχαν απομείνει. Άνθρωποι όπως ο Σαρλ Περό και οι Αδελφοί Γκριμ θεωρούνται σήμερα πρωτεργάτες της επιστήμης της λαογραφίας, αλλά οι επίγονοί τους αντιμετώπισαν το παραμυθιακό υλικό ως παιδικό και το «στρογγύλεψαν». Ευτυχώς, όμως, η φαντασία είναι στοιχειώδες ανθρώπινο χαρακτηριστικό και καμιά ιδεολογία δεν μπορεί να την καταπνίξει ή να την ποδηγετήσει. Κάποιοι όπως ο Ε.Τ.Α. Χόφμαν –Γερμανός ων, βρισκόταν στην καρδιά του ρομαντικού κινήματος– αποφάσισαν να γράψουν δικά τους παραμύθια.

Αν και ακόμα δεν έχει ξεπεραστεί η πεποίθηση πως η Φανταστική Λογοτεχνία απευθύνεται μόνο σε παιδιά, το πρώτο ουσιαστικό λιθαράκι στο οικοδόμημα του Fantasy –η πρώτη κίνηση απενοχοποίησης της φανταστικής ιστορίας για ενήλικες– μπήκε ήδη το 1858, από τον Σκωτσέζο Τζορτζ Μακντόναλντ. Χάρις σ’ αυτόν, για πρώτη φορά στην ιστορία της λογοτεχνίας, ένας χάρτινος ήρωας πέρασε μια πόρτα που οδηγούσε σε άλλον κόσμο. Στο βιβλίο Phantastes: A Faerie Romance for Men and Women, ο νεαρός Άνοδος (αλήθεια, Anodos είναι το όνομά του, αλληγορικό φυσικά) κληρονομεί ένα κλειδί που ανοίγει στο γραφείο του πατέρα του ένα πορτάκι προς μια μαγική νεραϊδοχώρα. Κάθε μα κάθε φορά που ένας ήρωας ανοίγει μια πύλη προς το «Αλλού», είτε αυτός είναι τα αδέλφια Πέβενσι, είτε κάποιος στρατιώτης στο σύμπαν του Stargate, το χρωστάμε στον Μακντόναλντ. Τα έργα του αναμείγνυαν στοιχεία από διάφορες πηγές (αρχαίοι μύθοι, Αγία Γραφή, παραμύθια, ιπποτικό ρομάντζο) και έγραψε επίσης το πρώτο δοκίμιο για το Fantasy. Συνέχισε να εκδίδει βιβλία φαντασίας για 40 χρόνια μετά το Phantastes.

Κάπου τόσο χρειάστηκε και για το επόμενο βήμα του Fantasy: ο Βρετανός Γουίλιαμ Μόρις έγραψε το περίφημο Πηγάδι στο Τέλος του Κόσμου (1896), μια χειροπιαστή γέφυρα μεταξύ των ιπποτικών ρομάντζων και της (τότε) λογοτεχνικής επικαιρότητας. Σ’ αυτό, ένας πρίγκιπας ταξιδεύει τον κόσμο και ζει διάφορες περιπέτειες, συχνά μαγικές. Σημαντική καινοτομία του βιβλίου είναι πως δεν περιλαμβάνει κανενός είδους πύλη. Ο πρωταγωνιστής δεν πηγαίνει στον ψευδομεσαιωνικό κόσμο: γεννήθηκε και ζει εκεί. Ο φανταστικός κόσμος του Μόρις στέκει αυτούσιος και αυτόφωτος: δεν είναι η πίσω αυλή του δικού μας, να υπάρχει μόνο για να «παίζει» ο πρωταγωνιστής.

Παρά την επιτυχία των Μόρις και Μακντόναλντ, όμως, το Fantasy έγινε πραγματικά ευπώλητο με τον Έντουαρντ Τζον Μόρετον Ντραξ Πλάνκετ, 18ο Βαρόνο του Ντάνσανι, που υπέγραφε τα έργα του ως «Λόρδος Ντάνσανι». Τα θεατρικά του έργα, που συχνά περιείχαν υπερφυσικά στοιχεία, παίζονταν στα μεγάλα θέατρα της εποχής. Τα ποιήματά του ήταν δημοφιλή. Σήμερα είναι περισσότερο γνωστός για τα πολλά σύντομα διηγήματα Fantasy που έγραψε, ιδίως στον κόσμο της Πεγκάνα. Το λυρικό του στιλ συνεχίζει να εντυπωσιάζει και να επηρεάζει.

Όλοι οι μετέπειτα συγγραφείς του είδους ακολουθούν τις καινοτομίες του. Οι πιο σημαντικές είναι τρεις. Πρώτον, δεν αντιμετώπισε τον φανταστικό κόσμο ως δεδομένο, αλλά περιέγραψε πώς τον έφτιαξαν οι θεοί και πώς εξελίχθηκε ανά τους αιώνες. Δεύτερον, διαχώρισε απόλυτα το υπερφυσικό στοιχείο από το μακάβριο με το οποίο το έπλεκαν προηγούμενοι συγγραφείς (π.χ., ο Πόε), και έτσι το Fantasy πήρε δικό του δρόμο σε σχέση με τον Τρόμο. Τρίτον, έβαλε στο μπλέντερ ιδέες και συλλαβές από αρχαίους μύθους πολλών λαών, όχι μόνο δυτικοευρωπαϊκών, δίνοντας έτσι το έναυσμα όχι μόνο για εξωτισμό, αλλά και για τη δημιουργία φανταστικών λέξεων/γλωσσών που ο ήχος τους να δίνει συγκεκριμένη αίσθηση στον αναγνώστη και/ή να παραπέμπουν σε κάποιο αρχέτυπο (χαρακτηριστική περίπτωση είναι η μετάλλαξη του «Θάλαττα, θάλαττα!» σε «Άλαττα, άλαττα!»).

Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν ανέκοψε την πορεία του ευρωπαϊκού Fantasy όπως τις αντίστοιχες της Επιστημονικής Φαντασίας και του Τρόμου. Τον Μεσοπόλεμο, κυκλοφόρησαν αρκετά βιβλία που προσπάθησαν να αλλάξουν τα δεδομένα και φάνηκαν να αποτυγχάνουν, αφήνοντας αρχικά μικρό ίχνος πίσω τους. Όμως, ο E.R. Eddison με τον περίτεχνα γραμμένο και εμπνευσμένο από τις σκανδιναβικές σάγκες Ουροβόρο Όφι του (1922), ο Mervyn Peake με το κολοσσιαίο κάστρο Gormenghast (1946-1959) που αποτελεί πρακτικά ολόκληρο κόσμο, ο David Lindsay με το Ταξίδι στον Αρκτούρο και άλλοι επανεκτιμήθηκαν τη δεκαετία του ’70, όταν η Λογοτεχνία του Φανταστικού άρχισε να αναζητά εναλλακτικά μονοπάτια εξέλιξης.

Πέρα, όμως, από το «λόγιο» Fantasy που εμπνεόταν από την Αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα, υπήρχαν και πιο προσιτά αναγνώσματα. Η συνειδητοποίηση πως μεγάλο μέρος της γήινης σφαίρας είναι ακόμα ανεξερεύνητο, τα πρωτοφανή νέα αλλά και τα προϊόντα που έρχονταν κάθε τόσο από μακρινές γωνιές της απέραντης Βρετανικής Αυτοκρατορίας, έπειθαν το κοινό πως το Αλλού δεν είναι απαραίτητα σε ξένους κόσμους και διαστάσεις. Ο Χένρι Ράιντερ Χάγκαρντ, που έζησε ένα διάστημα στην Αφρική, δημιούργησε τη λογοτεχνική έννοια/μόδα του «χαμένου πολιτισμού», με τους Θησαυρούς του Σολομώντα (1885) και την Αγιέσα, τη μυστηριώδη βασίλισσα της Κορ, που τη θεώρησαν αρχετυπική ο Φρόιντ και ο Γιουνγκ. Κάθε αχαρτογράφητος τόπος είναι στα έργα του γεμάτος θαύματα και θησαυρούς, αγνές καλλονές και σατανικές ιέρειες, αποκρουστικούς πρωτόγονους, αγαθούς ιθαγενείς και αποτρόπαια τέρατα. Πέρα από βιβλία στη λίστα με τις μεγαλύτερες πωλήσεις όλων των εποχών, ο Χάγκαρντ μάς άφησε κληρονομιά ένα σωρό ιδέες για το υπερφυσικό, άλλες δικές του κι άλλες δανεισμένες από απόψεις της εποχής του, τις οποίες σήμερα τις γνωρίζουμε όλοι: χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο αθάνατος που συναντά σωσία του προσώπου που αγαπούσε πριν από αιώνες και αμέσως σκέφτεται πως αποτελεί μετενσάρκωση. Παρόμοια με τον Χάγκαρντ, ο Άμπρααμ Μέριτ μίλησε για χαμένους πολιτισμούς σε απόμερες γωνιές του κόσμου (π.χ., σε μια εύφορη κοιλάδα στην Αλάσκα) και τους συνδύασε και με κόσμους που γίνονται αντιληπτοί μέσω ξορκιών ή σπάνιων συναστριών.

Αλλά, αν υπάρχει η λόγια και η προσιτή λογοτεχνία, υπάρχει και η εντελώς λαϊκή. Οι Ρομαντικοί που συνέλλεγαν παραμύθια στα χωριά πριν την εμφάνιση του Fantasy, το έκαναν σε μεγάλο βαθμό για να τα χρησιμοποιήσουν ως μέσο ενδυνάμωσης του εθνικού συναισθήματος. Άλλοι, όπως ο Έλιας Λένροτ, συνέλλεξαν έπη, για πιο έντονο αποτέλεσμα. Ο 19ος αιώνας ήταν η εποχή που τα μονοεθνικά κράτη έπαιρναν τη θέση των πολυεθνικών αυτοκρατοριών και η αποικιοκρατία ζητούσε αποδείξεις για το πόσο παλιότερο και καλύτερο πολιτισμό είχαν οι κυρίαρχοι από τους κυριαρχούμενους. Έτσι, το ενδιαφέρον του κοινού για ηρωικούς προγόνους είχε αναζωπυρωθεί. «Μπεστ-σελεράδες» όπως ο Αλέξανδρος Δουμάς πατήρ και ο Γουόλτερ Σκοτ έγραφαν λαϊκές περιπέτειες εποχής, στις οποίες θεωρούσαν μεν πως δεν είχε θέση το υπερφυσικό (καυχιόνταν για την υποτιθέμενη ιστορική τους ακρίβεια), αλλά κάθε άλλη τερατολογία (αναχρονισμοί, λογικά κενά, υπερβολές) ήταν αποδεκτή. Το Fantasy άντλησε στοιχεία από αυτά τα βιβλία, τη λατρεία τους για ξιφομαχίες, για υπεράνθρωπα κατορθώματα και για αστραφτερές αρματωσιές (βοήθησε και η οπτικοποίησή τους από τις απαρχές ήδη του κινηματογράφου).

Σ’ αυτό το μήκος κύματος, τα φτηνά περιοδικά παλπ που έχουμε αναφέρει σε προηγούμενα άρθρα προσέφεραν φτηνή όσο δεν παίρνει διασκέδαση, μια φορά τον μήνα. Τα εξώφυλλα έδειχναν ελαφρά ντυμένες καλλονές που τσιρίζουν ημιλιπόθυμες από τον τρόμο, γεροδεμένους ήρωες και σατανικούς κακούς. Κι αν άλλα περιοδικά είχαν καουμπόηδες ή τυχοδιώκτες, το περίφημο Weird Tales, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1923, διαφήμιζε ημίγυμνους βάρβαρους με το σπαθί στο χέρι. Μέσα από αυτό γεννήθηκε το υποείδος του Fantasy Σπαθί και Μαγεία, που έδινε λιγότερη σημασία στο μυθικοπλαστικό υπόβαθρο και περισσότερο στην πλοκή και τα γεγονότα.

Απ’ όλους τους συγγραφείς της περιόδου ξεχώρισε ο Κλαρκ Άστον Σμιθ, με το μαύρο χιούμορ του και την τάση του να χρησιμοποιεί ασυνήθιστους ήρωες (τοξότες και μάγους, αντί για ξιφομάχους) και ακόμα περισσότερο ο δημιουργός του Κόναν, ο Ρόμπερτ Ε. Χάουαρντ. Μέσα στη μία μόλις δεκαετία που δημοσίευε διηγήματα, δημιούργησε σχολή και οι σκηνές δράσης του παραμένουν αξεπέραστες. Δεν είχε την ακαδημαϊκή παιδεία των Ευρωπαίων πρωτεργατών του Fantasy, αλλά ήταν μανιώδης αναγνώστης και αγαπούσε την Ιστορία, από την οποία έπαιρνε ιδέες. Και ζούσε στο Τέξας, ήξερε να ιππεύει, να πυροβολεί και να ρίχνει λάσο – το σημαντικότερο, συναναστρεφόταν με αληθινούς «πολεμιστές», κυνηγούς, γελαδάρηδες, σκληροτράχηλους εργάτες. Οι χαρακτήρες του δεν προέρχονται από βιβλία και (μόνο) από τη φαντασία του, δεν είναι ατσαλάκωτοι, αλλά ούτε και ψυχοπαθή καθάρματα, σαν αυτά που γεμίζουν τις σελίδες της Φανταστικής Λογοτεχνίας από το ’60 και μετά σε αναζήτηση «ρεαλισμού».

Ως το ’50, ο Χάουαρντ παρέμεινε αδιαμφισβήτητος βασιλιάς του είδους για όσους είχαν την τύχη να γνωρίζουν το έργο του. Αμέτρητοι πάσχισαν να αντιγράψουν το στιλ και το περιεχόμενό του, μα απέτυχαν. Ενώ όσοι δανείστηκαν την τεχνική του κι έβαλαν την ψυχή τους στα γραπτά τους, πέρασαν στον πάνθεον του Φανταστικού. Από τους πρώιμους «μαθητές» του ξεχωρίζει το ρομαντικό ζεύγος (στη ζωή και στη γραφίδα) Χένρι Κάτνερ-Κάθριν Λ. Μουρ, από τους κατοπινούς ο Φριτς Λάιμπερ, που έδωσε στον βάρβαρο ήρωα έναν εκλεπτυσμένο σύντροφο στην περιπέτεια (ισάξιο κι όχι βοηθό του) και έγραψε ιστορίες όχι μόνο για ερημιές και ερείπια, αλλά και σε αστικό τοπίο.

Θα ερχόταν, όμως, η ώρα να επισκιαστεί το άστρο του Χάουαρντ. Το 1954, η έκδοση του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, στάση, επανάσταση και καμπή στην ιστορία της Φανταστικής Λογοτεχνίας, θα την αλλάξει μια για πάντα. Αλλά ο J.R.R. Tolkien δεν έγινε παγκόσμια γνωστός σε μια νύχτα, όπως θα δούμε σε επόμενο άρθρο.

Και δυο τελευταίες επισημάνσεις: 1. Σε όλο σχεδόν το διάστημα που συζητήσαμε, ο όρος Fantasy δεν είχε καθιερωθεί ακόμα. Συνέχιζαν να αποκαλούν τα έργα του είδους «fairy tales», όπως και τα παραμύθια (κυριολεκτικά, «ιστορία με νεράιδες»!). 2. Αυτή τη φορά δεν είχαμε σχεδόν καθόλου αναφορές εκτός του αγγλόφωνου κόσμου. Είναι αγγλόφωνη υπόθεση το Fantasy; Όχι, έχει η Άπω Ανατολή δική της, τελείως ανεξάρτητη παράδοση, που ακόμα την ανακαλύπτουμε και θα ήθελε ένα άρθρο από μόνη της.

[ Εικόνα: ο Κόναν του Robert E. Howard, από τον Frank Frazetta ].