Ποιος είναι ο αλλιώτικος

C
Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη

Ποιος είναι ο αλλιώτικος

Τα τελευταία χρόνια έχω ακούσει και έχω διαβάσει επανειλημμένως σχόλια από αρκετούς εκδότες και επιμελητές εκδόσεων που λένε ότι τα βιβλία με μικρές ιστορίες δεν πουλάνε. Δε ζητιούνται· δεν προτιμώνται από τους αναγνώστες. Πως τα βιβλία με το μεγαλύτερο κοινό είναι τα πολυσέλιδα μυθιστορήματα. Τον τελευταίο χρόνο, συμπτωματικά θα έλεγα, επέλεξα να διαβάσω αρκετές «μικρές ιστορίες», είτε γιατί εμπιστευόμουν το όνομα του συγγραφέα, είτε γιατί με παρακίνησε το θέμα. Κατά κανόνα, για θέμα τους είχαν κάποιο πικρό γεγονός, έναν πόλεμο, μια πολιτική αντιδικία, μια σκληρή στιγμή της ζωής. Θέματα που δεν μπορείς να παιδεύεις με πολλές λέξεις και με χιλιάδες περιγραφές. Θέματα για τα οποία η λιτότητα στην έκφραση προϋποθέτει σεβασμό στον πόνο που κρύβουν.

Γιατί σας τα λέω αυτά; Γιατί σήμερα κρατώ στα χέρια μου μια ιστορία εκατό παρά έξι σελίδων. Δεν εντάσσεται στη θεματική κατηγορία που ανέφερα προηγουμένως, ούτε μου ήταν γνωστή η συγγραφέας, αφού αυτό είναι και το ντεμπούτο της στη λογοτεχνία. Και ειλικρινά εύχομαι να διαβάσουμε σύντομα και επόμενό της βιβλίο, μιας και το πρώτο δείγμα είναι εντυπωσιακό.

Πρόκειται για ένα αισθητικά πολύ όμορφο μικρό βιβλιαράκι που το κάτασπρο εξώφυλλό του χρωματίζουν μόνον έξι μικρές χαραμάδες, μέσα από τις οποίες προβάλλει η θάλασσα. Για χαραμάδες πρόκειται, κι όχι για θαλασσιούς λεκέδες όπως πιθανά να υποστήριζε κάποιος που δεν έχει διαβάσει το βιβλίο. Μικρές οπές, τις βλέπω εγώ, που σ’ αφήνουν να μυρίσεις την αύρα του καλοκαιριού, αλλά συγχρόνως να γευτείς λίγη από την αρμύρα του βιβλίου και της ίδιας της ζωής. Στα μυθιστορήματα το κατατάσσει η συγγραφέας του Μαριαλένα Σεμιτέκολου, παρά το μικρό της έκτασής του, και κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Ίκαρος με τίτλο «Οι Κυριακές, το καλοκαίρι».

Σαν στατιστικός που είμαι, έχω παρατηρήσει πως η απόλαυση που μου δίνει ένα ανάγνωσμα είναι αντιστρόφως ανάλογη με την ταχύτητα με την οποία με προκαλεί να το διαβάσω. Με προκαλεί· γιατί κάθε βιβλίο επιβάλει το ίδιο τον ρυθμό με τον οποίο θα γυρίζεις τις σελίδες του. Και τούτο εδώ, «Οι Κυριακές, το καλοκαίρι», είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται αργά. Που σε κάθε παράγραφό του σταματάς, όχι μόνον για να εκτιμήσεις την ιδιαίτερη γραφή της συγγραφέως και να ρουφήξεις τις εικόνες (ανάγνωση, θέαμα, γεύση: όλα ένα συνονθύλευμα), μα και γιατί αυτές οι εικόνες ξυπνούν άλλες τόσες δικές σου. Είναι, λοιπόν, ένα μυθιστόρημα που αναφέρεται στις καλοκαιρινές Κυριακές της Μαρίνας, του βασικού χαρακτήρα του βιβλίου. Ή, πιο σωστά, είναι μια Κυριακή, χωρισμένη σε τέσσερα μέρη, πρωί-μεσημέρι-απόγεμα-βράδυ, και που όπως περνούν οι ώρες, αργά, νωχελικά, περνάνε από μπροστά μας οι σημαντικότερες στιγμές στη ζωή της Μαρίνας αλλά μαζί και οι ράθυμες ελληνικές Κυριακές τα καλοκαίρια, οι δικές μας μικρές και μεγάλες στιγμές.

Καυτό καλοκαίρι στην Αθήνα:

Οι πολυκατοικίες είναι κτήρια αλλόκοτα. Τα καλοκαίρια με τις μεγάλες ζέστες ανεβάζουν πυρετό και νοσούν. Οι ένοικοι κλείνουν τα παντζούρια τους και τις εγκαταλείπουν σε ένα άηχο εμπύρετο παραλήρημα. Άλλοι πάλι παραμένουν με τις μπαλκονόπορτες κλειστές και τον κλιματισμό αναμμένο. Και τα κτήρια φυσάνε και ξεφυσάνε, μουγκρίζοντας και ξερνώντας καυτό αέρα στους δρόμους, και στάζουν κάτι αναιμικές ψιχάλες σε ανυποψίαστους περαστικούς που ενοχλημένοι σηκώνουν για λίγο το κεφάλι προς τα πάνω. «Ο χώρος κλιματίζεται», διαβάζεις στις επιγραφές των κτηρίων κι είναι σα να σου ανακοινώνουν ότι ο χώρος νοσηλεύεται μέχρι νεωτέρας.

Έχεις αρχικά την εντύπωση πως τίποτα δεν κινείται στην ιστορία…

Σβήνει το τσιγάρο, κοιτά αφηρημένη απέξω, τίποτε· φύλλο δεν κινείται, πίνει μια γουλιά, παίρνει κι άλλο τσιγάρο, άσ’ το, μην το ανάβεις ακόμα· κράτα το μόνο να ξεγελαστείς.

Μέσα στους τέσσερις, όμως, τοίχους του διαμερίσματος που ζεματάνε, θα παρελάσουν ένας-ένας οι άνθρωποι που χάραξαν τη ζωή της. Θα ζωντανέψουν ξανά στιγμές και διάλογοι που είχε με τον Μιχάλη στο πέρασμά του από την ερωτική της ζωή:

Και δεν ήταν πως δεν ήθελε να κοιμηθεί, ήταν που ο διάλογος αυτός την άφηνε ξεσκέπαστη: σαν παιδικό κουβερτάκι σε ενήλικο κορμί, πλεγμένο ανάρια με λέξεις, γκριμάτσες και βλέμματα, ανίκανο να την σκεπάσει τελείως, εκτός κι αν το κορμί της κουλουριαζόταν σε μια στάση σχεδόν εμβρυϊκή. […] Ο Μιχάλης, ερχόμενος, είχε φέρει μαζί του μια βαλίτσα πυκνή ομίχλη που είχε σκορπίσει παντού, σε κάθε γωνία του μικρού της σπιτιού. […] χρειαζόταν κανείς ειδικά φώτα πορείας προκειμένου ν’ αποφύγει τα ατυχήματα, να μην πέφτει πάνω στον άλλον, να μην σκουντουφλά στα έπιπλα και στις πόρτες, και κυρίως να μην μπερδεύει τους λιγοστούς πίνακες και την οθόνη της τηλεόρασης με παράθυρα επικοινωνίας με τον έξω κόσμο.

Εικόνες με τη μάνα, τον πατέρα, τη σχέση μεταξύ των δυο τους, τους καβγάδες. Θα θυμηθεί στιγμές με την κυρία Ευτυχία, την ηλικιωμένη κάτοικο του ρετιρέ, μόνη κι έρημη στη ζωή της, που έχει αστείρευτη όρεξη για κουβέντα. Στιγμές με τον θείο Λάμπη:

[…] που δεν είναι θείος κανενός, μοναχοπαίδι και εργένης είναι, «Γεροντοπαλίκαρο… κρίμα την περιουσία του!», λένε οι γυναίκες μεταξύ τους, αλλά όλα τα παιδιά «θείο» τον φωνάζουν.

Την Κατερίνα, τη φίλη, που την περιμένει στο εξοχικό τους στον Κάλαμο. Εκεί όπου η Μαρίνα είχε πάει δυο τρεις Κυριακές: Άντε, μεσημέριασε, μη μου πεις ότι άλλαξες γνώμη. Σε περιμένουμε, τα παιδιά έχουν λυσσάξει απ’ το πρωί! θ’ ακουστεί να λέει στον τηλεφωνητή. Μα για τη Μαρίνα, αυτή θα είναι μια από τις άλλες Κυριακές. Τις πολλές και μόνες.

Είναι κι η Μάνια, που είχε πάντα τον σωστό τρόπο να περιγράφει τα πράγματα. Θα γυρίσουμε στα σχολικά τους χρόνια. Στην εποχή που η Μαρίνα…

ερωτεύτηκε τις λέξεις· πρώτα τις λέξεις κι ύστερα τη Μάνια που τις έλεγε φλύαρα, παίρνοντας αυθόρμητα το κατάλληλο ύφος, ανάλογα πάντα με την περίσταση, διαφορετικό αν μιλούσαν στο τηλέφωνο, αν διάβαζε στην τάξη, αν μιλούσε για τον εαυτό της ή για εκείνη, ή για όλους τους άλλους τούς εκτός της δυάδας τους. Μέχρι που τελείωσαν το σχολείο, ο έρωτας προς τις λέξεις και προς τη Μάνια ήταν ένας και αδιαίρετος, ανάλαφρος σαν το πούπουλο, ανακουφιστικός σαν το τρένο που βλέπουμε να μπαίνει στον σταθμό όταν βιαζόμαστε, και καθησυχαστικός σαν τη ζακετούλα που ρίχνουμε στους ώμους μας όταν πιάνει ψύχρα.

Μια μόνο στιγμή θα βγει από το διαμέρισμα η Μαρίνα, για να πάει στο περίπτερο. Ο Στέφανος, όμως, ο δικός της περιπτεράς, δεν θα ’ναι εκεί, γιατί τις Κυριακές πάει στην Αίγινα:

Της κακοφάνηκε που πήγε σε άλλο περίπτερο, που είπε «καλημέρα» σε έναν άγνωστο περιπτερά, ο οποίος ιδέα δεν είχε για τη μάρκα των τσιγάρων της, για το ότι είναι η Μαρίνα που μένει λίγο παρακάτω και που συνήθως μαζί με τα τσιγάρα παίρνει και γάλα για να απαλύνει τις τύψεις που νοιώθει για τις βλαβερές συνέπειες του καπνού. Στα περίπτερα, τέτοιες μέρες σαν τη σημερινή, θα ’πρεπε να δίνεται στους σταθερούς πελάτες της γειτονιάς, κάτι σαν βεβαίωση.

— Υπάρχω, κύριε Στέφανε;

— Και βέβαια υπάρχεις, Μαρινάκι μου. Αφού σε βλέπω…

Είναι ακόμα ο γείτονας του απέναντι μπαλκονιού, με τη δικιά του ιδιόμορφη ιστορία. Κι η κυρα-Ρήνη των παιδικών της χρόνων, του ισογείου με τα έξι παιδιά:

Δυο μέτρα μπόι και δυο μέτρα φωνή, κάτι μονίμως λερωμένα γυαλιά στα μάτια, κι ένας όγκος βουνίσιος από γοφούς, με δυο κόσμους βυζιά να πηγαινοέρχονται κάτω από το φαρδύ σαν νυχτικό φουστάνι της.

Τίποτα δεν θα μείνει κρυφό τούτη την καλοκαιριάτικη Κυριακή. Ούτε οι φοβίες της, ούτε τα εσώψυχά της, ούτε οι σκέψεις για τον θάνατο:

[Και το βράδυ,] στην ησυχία, η Μαρίνα έχει μια περίεργη αίσθηση που τη μικραίνει, την κάνει μια σταλιά. Το κρεβάτι μεγαλώνει και πλαταίνει, το στρώμα φτιάχνει μια κοιλότητα, φωλιά, κι εκείνη στρογγυλεύει μέσα της, γίνεται κουκούτσι, φυτεύεται στο σεντόνι και παύει να κινεί χέρια και πόδια, συντονίζοντας την αναπνοή της με αυτή του ανεμιστήρα.

Ώσπου έρχεται έτσι η Δευτέρα. Νέα αρχή… ή μήπως τέλος; Όταν φτάνεις πάντως στη σελίδα ενενήντα τέσσερα και κλείνεις μαλακά το βιβλίο, δεν είσαι σίγουρος: η Μαρίνα είναι αλλιώτικη, εσύ είσαι, ή μήπως οι καιροί που ζούμε;

Δεν ξέρω γιατί δεν πουλάνε οι μικρές ιστορίες. Και αν αυτό μάς το υποβάλλει ο εκδοτικός κόσμος, ή αν φταίμε εμείς οι αναγνώστες. Το βιβλίο πάντως της Σεμιτέκολου αξίζει να διαβαστεί και το προτείνω ανεπιφύλακτα.

 

Η Μαριαλένα Σεμιτέκολου γεννήθηκε το 1973 και μεγάλωσε στον Πειραιά. Σπούδασε Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, όπου απέκτησε και διδακτορικό δίπλωμα στη συναισθηματική ανάπτυξη των πρώτων βρεφικών χρόνων. Έχει διδάξει στα Πανεπιστήμια Κρήτης και Αθηνών και έχει δουλέψει σαν ψυχολόγος-ερευνήτρια.

[ Πηγή εικονογράφησης ]