Στίβεν Κινγκ, όπως λέμε Τζον Στάινμπεκ

C
Μιχάλης Μακρόπουλος

Στίβεν Κινγκ, όπως λέμε Τζον Στάινμπεκ

Στο Ανατολικά της Εδέμ, και με έναν τρόπο στα Σταφύλια της οργής, ο Στάινμπεκ ενθέτει στην αφήγησή του μεγάλα κεφάλαια, ταυτόχρονα περιγραφικά και στοχαστικά, όπου ξεδιπλώνεται ο τόπος. Μέσα σ’ αυτές τις πλατιές περιγραφές «στεριώνουν» καλύτερα τα πρόσωπα, αποκτούν τη διάσταση που δίνει στον άνθρωπο ο χώρος, όταν ο άνθρωπος ορίζεται από τη γη όπου κατοικεί, και τανάπαλιν. Κατά τον τρόπο του Στάινμπεκ, ο Στίβεν Κινγκ ενθέτει στο δεύτερό του βιβλίο, το Σάλεμς Λοτ, τέτοια περιγραφικά κεφάλαια, ξετυλίγοντας με ζωντάνια κι ακρίβεια τη γεωγραφία της ιστορίας του. Από ένα τέτοιο κεφάλαιο είναι το απόσπασμα που ακολουθεί, όπου τα πουλιά, καθισμένα στα σύρματα, νιώθουν μέσ’ από τα πόδια τους τον ασταμάτητο ψίθυρο απ’ όλα τα κουτσομπολιά της μικρής πόλης:

«Τα σύρματα του τηλεφώνου βγάζουν ένα παράξενο βούισμα τις καθαρές και κρύες ημέρες, σχεδόν σαν να δονούνται απ’ το κουτσομπολιό που μεταδίδεται διαμέσου τους, κι αυτός ο ήχος δεν έχει όμοιό του – ο μοναχικός ήχος των φωνών που ταξιδεύουν στο χώρο. Οι τηλεφωνικοί στύλοι είναι γκρίζοι και με σκλήθρες, κι από τις παγωνιές κι απ’ τα λιωσίματα του πάγου έχουν πάρει γερτές χαλαρές πόζες. Δεν είναι αυστηροί σαν φαντάροι, όπως οι τηλεφωνικοί στύλοι που ’ναι θεμελιωμένοι σε τσιμέντο. Οι βάσεις τους είναι μαύρες από την πίσσα αν βρίσκονται δίπλα σε ασφαλτοστρωμένους δρόμους, ή αλευρωμένες με σκόνη έτσι και είναι πλάι σε χωματόδρομους. Παλιά σημάδια από καρφιά παπουτσιών φαίνονται στην επιφάνειά τους, κει που εναερίτες σκαρφάλωσαν για να επιδιορθώσουν κάτι το 1945 ή το 1952 ή το 1969. Πουλιά –κοράκια, σπουργίτια, κοκκινολαίμηδες, ψαρόνια– κουρνιάζουν στα σύρματα που βουίζουν· κάθονται μαζεμένα και σιωπηλά,  και ίσως να φοβούνται τους ξένους ανθρώπινους ήχους που περνούν μέσ’ από τα γαμψώνυχα πόδια τους. Αν συμβαίνει αυτό, τα όμοια με χάντρες μάτια τους δεν φανερώνουν τίποτα. Η πόλη έχει μια αίσθηση όχι ιστορίας, μα χρόνου, και οι τηλεφωνικοί στύλοι μοιάζει να το γνωρίζουν αυτό. Αν ακουμπήσεις το χέρι σου σε έναν, νιώθεις τη δόνηση από τα σύρματα βαθιά στο ξύλο, λες και ψυχές έχουν παγιδευτεί εκεί μέσα και παλεύουν να ελευθερωθούν».