Τα πιο ωραία παραμύθια

C
Γιάννης Κοτσιφός

Τα πιο ωραία παραμύθια

ΚΑΡΤΑ ΕΠΙΒΙΒΑΣΗΣ.—Όλοι το ξέρουν πως η υπόδειξη που πιο συχνά επικαλούνται όσοι γράφουν, και ενίοτε γράφουν με αντικείμενο την ίδια, το περιβόητο kill your darlings, περιέχει σε εξίσου ισχυρές δόσεις αλήθεια και υποκρισία, διότι μια χαρά (ύστερα από κάποια εξοικείωση τέλος πάντων) μπορείς να εξοβελίζεις από το γραπτό σου οτιδήποτε έχεις αποτελεσματικά προσποιηθεί ότι σε συγκινεί ιδιαιτέρως, και να κοιτάζεις κατόπιν με αθωότητα αυτό που απέμεινε, ως δήθεν γνήσιο παράγωγο μιας πειθαρχίας δεσποτικής, μα αν υποθέσουμε ότι η υπόδειξη σημαίνει ν’ αποφεύγεις την ευκολία, η ευκολία θα σε συναντήσει πέντε βήματα πιο πέρα και το πιθανότερο είναι ότι θα της τείνεις το χέρι να βαδίσετε αγκαζέ, κι έτσι βεβαίως γίνεται (κι ακόμη περισσότερο) με σημειώματα όπως αυτά εδώ, ας πούμε εκείνη η ιστορία με τη χαμένη ευκαιρία για μια βόλτα στην Αλφάμα, που άνοιξε αυτή τη σειρά μικρών κειμένων, έστω και πέρα για πέρα αληθινή, κι ακόμη περισσότερο: πέρα για πέρα βολικά για την παραβολή της με τη συγκυρία της περιόδου, είναι βεβαίως μια βόλτα ανώδυνη, νωχελική, στο περιθώριο των γεγονότων που ήταν αφορμή της, διότι στ’ αλήθεια δύσκολο θα ήταν να διατυπωθεί ό,τι έγινε το άλλο βράδυ, τότε που γνώρισες τον Λ., που είχε φήμη πότη, γυναικά, κι όλοι όσοι τον ήξεραν από παλιότερα είχαν να αφηγηθούν μια ιστορία διασκεδαστική μαζί του, που στο έσχατο γύρισμα του γέλιου επιφύλασσε έναν υπαινιγμό μελαγχολικής απαξίωσης, χαμένη υπόθεση ο Λ., μαχητικός, αποκαλυπτικός, ατρόμητος, μα εντέλει πόσο διασκεδάζουμε μαζί του, κι ήταν μετά τα παραπάνω εκτός γραμμής το ενδιαφέρον του όταν άκουσε την κοζερί σου με έναν Βρετανό για Σαίξπηρ και αρχαία τραγωδία (κοινοτοπίες κυρίως), εκτός γραμμής και απροσδόκητο, ώσπου να αποκαλύψει (ώρες αργότερα) ότι το πάθος του, που όταν εγκατέλειπε το επάγγελμα ίσως αποκάλυπτε, ήταν να διασκευάζει θεατρικά έργα για παιδιά, και απαρίθμησε καταπίνοντας μεγάλες γουλιές μπίρας τα μισά από τα γνωστά δράματα της αρχαιότητας, τα είχε όλα ετοιμάσει, είχε εντοπίσει τις ομάδες που θα τα ανέβαζαν, κι επειδή ήξερε καλά ότι την άλλη μέρα το πρωί, το πιθανότερο, θα ήμουν κι εγώ ένας ακόμη που χαμογελώντας θα σχολίαζε, μα τι περίπτωση ο Λ., τόσο διασκεδαστικός, τόσο καλός, κρίμα, χαμένη υπόθεση ωστόσο, άνοιξε την τσάντα του κι έβγαλε μια συγκεντρωτική δίγλωσση έκδοση του Ευριπίδη, μ’ ένα σωρό σημειώσεις στις σελίδες της, κι ένα βαρύ τετράδιο που στη γλώσσα του είχε γραμμένους διαλόγους — ο Λ. ήταν ίσως ο μόνος δημοσιογράφος που γνώρισα ο οποίος τηρούσε όντως την υπόδειξη που μόλις υποκρίθηκα ότι τηρώ κι εγώ. (Την Τρίτη 27/10, στον «Πλανήτη Γραφή», συζητάμε με τους δημοσιογράφους Μηνά Βιντιάδη και Σωτήρη Ζήκο εκτός επαγγέλματος περιπέτειές τους με το γράψιμο.)