Τζούλιαν Μπαρνς, «Ο Αχός της Εποχής»

C
Παναγιώτης Χατζηγιαννάκης

Τζούλιαν Μπαρνς, «Ο Αχός της Εποχής»

Την Τέχνη από την κρατική εξουσία γλωσσοδεμένη,

Τη Γνώση απ’ τη σχολαστική Μωρία περιορισμένη

Σέξπιρ, «Σονέτο 66» (μετάφραση Βασίλης Ρώτας, Βούλα Δαμιανάκου).

 

Στο πρώτο του μυθιστόρημα μετά τη βράβευσή του με το Man Booker Prize του 2011 για το «Ένα κάποιο τέλος», ο Τζούλιαν Μπαρνς δοκιμάζει τις δυνάμεις του στη μυθιστορηματική βιογραφία, αναμειγνύοντας τέλεια το fiction με το non-fiction (είχε βέβαια κάνει το ίδιο σε μικρότερη κλίμακα στο εκπληκτικό «Άρθουρ και Τζορτζ»), ασχολούμενος με τη ζωή και το έργο του συνθέτη Ντίμτρι Σοστακόβιτς (1906-1975). Η πολυκύμαντη ζωή του συνθέτη γίνεται αφορμή για να θέσει θέματα όπως η διατήρηση της προσωπικής ακεραιότητας κάτω από ένα τυραννικό καθεστώς, η προσπάθεια ελέγχου της Τέχνης από ένα δικτάτορα και φυσικά η ίδια η μουσική.

Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη που αντιστοιχούν σε τρία σημεία καμπής της ζωής του συνθέτη. Κάθε περίοδος απέχει από την άλλη δώδεκα έτη: 1936, 1948, 1960 — έτη δίσεκτα, όπως επισημαίνει ο πρωταγωνιστής. Κάθε μέρος ξεκινά με την ίδια φράση: «Ένα πράγμα ήξερε μόνο: τούτη ήταν η χειρότερη εποχή.» Κάθε μέρος έχει κάποιο όχημα που συμβολίζει μία κατάσταση: στο πρώτο μέρος είναι το τρένο/αναμονή, στο δεύτερο το αεροπλάνο/προσγείωση, και στο τρίτο μέρος το αυτοκίνητο/ιδιωτικότητα.

1936. Στις 26 Ιανουαρίου, ο Σοστακόβιτς ειδοποιείται ότι το βράδυ θα πρέπει να είναι στο θέατρο Μπολσόι, μιας και ο ίδιος ο Στάλιν θα παρακολουθήσει την παράσταση της όπεράς του «Η Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ», έργο που έχει ήδη αποθεωθεί από τους κριτικούς και το κοινό. Το έργο δεν θα αρέσει στο Στάλιν και την άλλη μέρα ένα άρθρο ανυπόγραφο θα εμφανιστεί στην Πράβδα. Ένα άρθρο-λίβελλος με τίτλο «ΒΑΒΟΥΡΑ ΑΝΤΙ ΜΟΥΣΙΚΗΣ» καταγγέλλει τον συνθέτη ως «φορμαλιστή, απολιτικό, μπερδεμένο, αριστεριστή, μικροαστό που γράφει για να ικανοποιήσει παρηκμασμένους αστούς». Καταλήγει με τρεις φράσεις που αρκούσαν για να τον διαγράψουν από την Ένωση Συνθετών και να του απαγορέψουν να συνθέτει και να ερμηνεύει μουσική, με την τελευταία φράση να είναι μια έμμεση απειλή κατά της ζωής του. Μετά από αυτό, ο Σοστακόβιτς θα κληθεί στο Μεγάλο Σπίτι της Λεωφόρου Λιτέινι Προσπέκτ, όπου πολλοί μπήκαν αλλά δεν ξαναβγήκαν. Θα επιστρέψει, παρά ταύτα, σπίτι του και θα ξεκινήσει η μεγάλη περίοδος αναμονής. Δεν θέλει να δώσει την ικανοποίηση στους άντρες της NKVD (Λαϊκό Κομισαριάτο Εσωτερικών Υποθέσεων, η διαβόητη μυστική αστυνομία επί Στάλιν) να τον σέρνουν με τις πιτζάμες μπροστά στα έντρομα μάτια της οικογένειάς του. Κάθε νύχτα τούς περιμένει στο ασανσέρ έτοιμος, ντυμένος, με το βαλιτσάκι του. Οι λευκές νύχτες, γεμάτες αναπολήσεις, δυσοίωνες σκέψεις και προβληματισμούς, διακόπτονται μόνο από τον ήχο του ασανσέρ όταν τίθεται σε λειτουργία.

1948. Ο Σοστακόβιτς και η οικογένειά του υποφέρουν από το «Δόγμα Ζντάνοφ». Για μια φορά ακόμη έχει καταγγελθεί ως φορμαλιστής, τα έργα του έχουν απαγορευτεί και από την οικογένειά του έχουν αφαιρεθεί όλα της τα προνόμια. Το 1951 έχει τη δεύτερη επαφή με τη εξουσία. Θα εξαναγκαστεί σε ένα ταξίδι στη Νέα Υόρκη ως αντιπρόσωπος του «Σοβιετικού Λαού» στο Πολιτιστικό και Επιστημονικό Συνέδριο για την Παγκόσμια Ειρήνη. Αναγκάζεται να απαγγείλει ένα λόγο που του έχει δοθεί, με τον οποίο καταδικάζει τη δικιά του προηγούμενη εργασία, καθώς και τα έργα συνθετών που εκτιμά, όπως ο Προκόφιεφ, ή που θαυμάζει απεριόριστα, όπως ο Ιγκόρ Στραβίνσκι. Για τον συνθέτη υπάρχουν δύο είδη ομότεχνων πλέον: αυτοί που παραμένουν ζωντανοί και φοβισμένοι, και οι νεκροί. Οι Δυτικοί επέκριναν πολλές φορές τη στάση του. Είναι πολύ εύκολο να κουνάς το δάχτυλο από την πολυθρόνα σου και την ασφάλεια που σου παρέχει το δημοκρατικό καθεστώς. Ή να έχεις αποφασίσει ότι θα αντικρίσεις τον επίγειο Παράδεισο (όπως ο Σαρτρ όταν επισκέφτηκε τη Σοβιετική Ένωση το 1954). Οι Δυτικοί περίμεναν από τους καλλιτέχνες της ΕΣΣΔ να γίνουν πρόθυμοι μάρτυρες, αδυνατώντας να κατανοήσουν την πραγματικότητα του να ζεις μέσα στον φόβο, και μάλιστα μέσα σε ένα φόβο όχι μόνο για τον εαυτό σου αλλά και για τους ανθρώπους που αγαπάς. Ο Σοστακόβιτς τούς απαντά, μέσα στο βιβλίο του Μπαρνς:

Το να είσαι ήρωας είναι πολύ ευκολότερο. Αρκεί να φανείς γενναίος μία στιγμή. Το να είσαι δειλός όμως σημαίνει ότι ξεκινάς μια πορεία που διαρκεί όλη σου τη ζωή. Δεν μπορείς καν να χαλαρώσεις.

1960. Ο Στάλιν έχει πεθάνει από το 1953 και η εξουσία παρουσιάζει φαινομενικά ένα πιο ανθρώπινο πρόσωπο. Ο Χρουστσόφ ευαγγελίζεται τη χαλάρωση του σκληρού καθεστώτος, αντικαθιστώντας τις εντολές με «προτάσεις». Η τρίτη συνάντηση με την εξουσία θα είναι η απόλυτη ήττα για τον συνθέτη. Γέρος, άρρωστος, δεν θα μπορέσει να αντισταθεί στη λαίλαπα της «ευγένειας». Η ειρωνεία, που ήταν το μόνο του όπλο, θα καταστεί ανίσχυρη. Θα γίνει μέλος του Κόμματος, θα αναγκαστεί να συνυπογράψει ντροπιαστικές επιστολές καταγγελίας, όπως αυτή για τον Σολζενίτσιν και τον Ζαχάροφ. Τουλάχιστον του είχε μείνει η μουσική — αλλά ποια μουσική; Όχι ίσως το είδος που ήλπιζε να δημιουργήσει στην αρχή της καριέρας του, αλλά μουσική παρ’ όλα αυτά. Μέσα στο αυτοκίνητο που τον πηγαινοφέρνει αναρωτιέται:

«Πόση κακή μουσική επιτρέπεται να γράψει ένας καλός συνθέτης; Κάποτε πίστευα ότι ήξερα την απάντηση, τώρα δεν έχω ιδέα». […] Αυτός ήταν και ο τελικός θρίαμβός τους — αντί να τον σκοτώσουν, τον είχαν αφήσει να ζήσει και, αφήνοντάς τον να ζήσει, τον είχαν σκοτώσει.

Ο Τζούλιαν Μπαρνς μάς προσφέρει μια εντυπωσιακή αρχή, με ένα επεισόδιο σε σιδηροδρομικό σταθμό αντάξιο του Ντίκενς. Με το γνωστό λιτό, βρετανικό, κομψό του στιλ γράφει μια ρώσικη ιστορία. Δημιουργεί μια τριμερή δομή στο βιβλίο, ανάλογη της μουσικής τριάδας: τρεις νότες που ακούγονται μαζί συναντάμε σε όλο το βιβλίο: τρία τα μέρη του, τρία τα γεγονότα που εξετάζονται, τρεις σύζυγοι, τρία ποτήρια βότκα. Το μυθιστόρημα είναι γεμάτο από υπέροχα ευφυολογήματα, όπως αυτό από το «Πορτρέτο» του Γκόγκολ : «Η ακεραιότητα είναι σαν την παρθενιά — άμα χαθεί, δεν ξαναβρίσκεται». Όλα ενώνονται για να μας παρουσιάσουν την ζωή μιας μεγαλοφυΐας. Μιας μεγαλοφυΐας απέναντι στον ολοκληρωτισμό. Μια υπέροχη μελέτη της παράνοιας , του πόνου και των αντιφάσεων που γεννά αυτός ο πόλεμος. Πόσο εύκολα μπορεί ένας καλλιτέχνης να ακολουθήσει το προσωπικό του όραμα, ζώντας μέσα σε ένα καθεστώς που εξαφανίζει ανθρώπους και καταστρέφει ζωές, βαφτίζοντάς τους εχθρούς του λαού; Που έχει αναγάγει τον χειρισμό των πολιτών και την αποφυγή της αλήθειας σε απόλυτη μορφή τέχνης; Συνηθίζεις να υποκρίνεσαι, να ζεις διπλή ζωή: άλλη μέσα στο σπίτι σου και άλλη δημόσια. Ταπεινώνεσαι για να επιβιώσεις από τον καθημερινό τρόμο. Αλίμονο αν η εξουσία στρέψει το βλέμμα της πάνω σου.

Ο Σοστακόβιτς έχει το χάρισμα να μεταφράζει τα πάντα σε μουσική:

Στο μυαλό του μια ολόκληρη κακοφωνία ήχων. Η φωνή του πατέρα του, τα βαλς και οι πόλκες που έπαιζε ο ίδιος φλερτάροντας τη Νίτα, τέσσερα σαλπίσματα μιας σειρήνας εργοστασίου σε φα δίεση, σκυλιά που τα γαβγίσματά τους σκεπάζουν το ασταθές παίξιμο ενός φαγκοτίστα και το παραλήρημα κρουστών και χάλκινων κάτω από το κυβερνητικό θεωρείο με την ατσάλινη επένδυση.

Τι είναι η Μουσική;

Όταν όλα πήγαιναν στραβά, όταν δεν φαινόταν να υπάρχει στον κόσμο τίποτα άλλο παρά μόνο ανοησία, τον στήριζε η σκέψη ότι η καλή μουσική θα είναι πάντα καλή μουσική και ότι η σπουδαία μουσική θα είναι πάντα απρόσβλητη. Μπορείς να παίξεις τα πρελούδια και τις φούγκες του Μπαχ σε οποιονδήποτε ρυθμό και δυναμική, και θα εξακολουθήσουν να είναι σπουδαία μουσική, ακόμα κι αν ο φουκαράς που παίζει έχει δέκα αντίχειρες.

Τι είναι η Τέχνη;

Η τέχνη ανήκει σε όλους και σε κανέναν. Η τέχνη ανήκει σε κάθε εποχή και σε καμία. Η τέχνη ανήκει σε αυτούς που την δημιουργούν και σε αυτούς που την απολαμβάνουν. Η τέχνη δεν ανήκει περισσότερο στον λαό και στο Κόμμα απ’ όσο κάποτε ανήκε στην αριστοκρατία και στους πατρόνες. Η τέχνη είναι ο ψίθυρος της ιστορίας, που ακούγεται πάνω από τον αχό της εποχής. Η τέχνη δεν υπάρχει για την τέχνη· υπάρχει για τον λαό. Ποιον λαό όμως και ποιος τον καθορίζει;

Όταν τελείωσα το βιβλίο, πήρα μια βαθιά ανάσα. Το ξαναδιάβασα και με ταλαιπωρεί εδώ και δυο βδομάδες. Τι θα μπορούσε να μπει πάνω από τον αχό της εποχής μας; Ίσως η μουσική που είναι μέσα μας, η μουσική της ύπαρξής μας. Η ατομική ακεραιότητά μας — κάποιοι έχουν το χάρισμα να τη μετατρέπουν σε πραγματική μουσική, μια μουσική που, με την πάροδο των δεκαετιών, αν είναι αληθινή, ο ψίθυρός της θα γιγαντωθεί και θα σκεπάσει τα πάντα.

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο σε εξαιρετική μετάφραση του Θωμά Σκάσση.