Η σύγχρονη Επιστημονική Φαντασία

C
Ευθυμία Δεσποτάκη - Ελευθέριος Κεραμίδας

Η σύγχρονη Επιστημονική Φαντασία

 

Όσοι έζησαν τη δεκαετία του ’80, από την επιστημονική πρόοδο της εποχής θυμούνται τα διαστημικά λεωφορεία, την κατακόρυφη αύξηση των τηλεπικοινωνιακών δορυφόρων, τον Πόλεμο των Άστρων (του Ρίγκαν, όχι τον κινηματογραφικό), την απόφαση για σταθμό στη Σελήνη και επανδρωμένη αποστολή στον Άρη. Άλλες ήταν, όμως, οι εξελίξεις που έχουν μεγάλο αντίκτυπο στη ζωή μας και σήμερα. Οι υπολογιστές έγιναν πολύ μικρότεροι και φτηνότεροι, έπαψαν να είναι αποκλειστικότητα πανεπιστημίων-τραπεζών-κρατικών υπηρεσιών, τρύπωσαν σε σπίτια και καταστήματα. Υιοθετήθηκαν ευρέως πρωτόκολλα επικοινωνίας μεταξύ δικτύων και γεννήθηκε το διαδίκτυο. Δεν άργησαν να εμφανιστούν ο Παγκόσμιος Ιστός και οι πρώτοι πάροχοι διαδικτυακών υπηρεσιών για τον απλό χρήστη. Η νεόκοπη επιστήμη της Πληροφορικής έγινε κοινό κτήμα της ανθρωπότητας και εξελίχθηκε αλματωδώς. Έδωσε σε όλες τις άλλες επιστήμες τα μέσα για να κάνουν πειράματα και ανακαλύψεις που αλλιώς θα ήταν αδύνατες.

Κανένας τομέας της ζωής δεν έμεινε ανεπηρέαστος. Στον κινηματογράφο, τα ψηφιακά εφέ είναι από τους κυριότερους «κράχτες» που πείθουν το κοινό να πληρώσει για να δει μια ταινία στη μεγάλη οθόνη. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 που άρχισαν να χρησιμοποιούνται (με το Tron και τον Τελευταίο Αστρομαχητή να ανοίγουν τον δρόμο), οι ταινίες χωρίς φανταστικό στοιχείο (συνυφασμένο με τα ψηφιακά εφέ) δυσκολεύονται να φτάσουν στην κορυφή των εισπράξεων.

Σαν να μην έφταναν αυτά για να ξεκινήσει μια νέα χρυσή εποχή για την Επιστημονική Φαντασία, εμφανίστηκαν και δυο σούπερσταρ σχεδόν ταυτόχρονα.

Το 1985 κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο του Όρσον Σκοτ Καρντ, «Το παιχνίδι του Έντερ». Έλαβε και τα δύο μεγάλα βραβεία της ΕΦ, διαβάστηκε και διαβάζεται από ενήλικες και έφηβους εντός του είδους, μεταφράστηκε σε πάνω από τριάντα γλώσσες, συμπεριλήφθηκε και συνεχίζει να συμπεριλαμβάνεται σε λίστες με τα καλύτερα βιβλία όλων των εποχών, είναι προτεινόμενο ανάγνωσμα για τους Αμερικάνους πεζοναύτες αλλά και προσέλκυσε μεγάλο μέρος του γυναικείου αναγνωστικού κοινού – πράγμα ασυνήθιστο για την ΕΦ τότε. Η συνέχειά του χάρισε ξανά το Hugo και το Nebula στον Καρντ την αμέσως επόμενη χρονιά, κατόρθωμα που δεν έχει επιτύχει κανείς άλλος συγγραφέας.

Μια χρονιά πριν τον Καρντ, το 1984, όμως, ο Ουίλιαμ Γκίμπσον είχε προφτάσει να πάρει ταυτόχρονα το Hugo, το Nebula και το Βραβείο Philip K. Dick με το δικό του ντεμπούτο, τον θρυλικό «Νευρομάντη». Το βιβλίο αυτό κατατάχτηκε το 2005 από το περιοδικό Time στα 100 καλύτερα σύγχρονα μυθιστορήματα και μας άφησε κληρονομιά δύο δημοφιλείς όρους για το διαδίκτυο: κυβερνοδιάστημα και Matrix. Το κυριότερο, επέβαλε ως κυρίαρχο ρεύμα της περιόδου το στιλ στο οποίο έγραφε ήδη διηγήματα ο Γκίμπσον, το κυβερνοπάνκ.

Το κυβερνοπάνκ είχε ξεπηδήσει από το Νέο Κύμα και τον σκληρό ρεαλισμό που είχε θελήσει να φέρει αυτό στην ΕΦ. Το είχε βαφτίσει στο ομώνυμο διήγημά του ο Μπρους Μπέθκε, ψάχνοντας για έναν όρο που να συνδυάζει τεχνολογία και ανατρεπτικότητα. Εστίαζε στους υπολογιστές και το δίκτυο, αλλά και στη συνένωση ανθρώπου/μηχανής, στην παγκόσμια κυριαρχία απάνθρωπων πολυεθνικών εταιρειών, σε ένα διαφαινόμενο οικονομικό και πολιτισμικό μεσουράνημα της Ασίας (ενίοτε στα όρια της υστερίας για τους Ιάπωνες που κάποιοι προειδοποιούσαν τότε πως «θα μας αγοράσουν όλους»).

Το κυβερνοπάνκ αντιπαρέβαλλε χαμοζωή και υψηλή τεχνολογία (low life and high tech), προετοιμάζοντας την ανθρωπότητα για την ελευθερία, μα και τα προβλήματα που θα έφερνε η διείσδυση της πληροφορικής στον κοινωνικό ιστό. Οι ήρωές του δεν είναι εκλεκτοί ή προνομιούχοι, ανήκουν στο «σινάφι» του υποκόσμου, που έχει τους δικούς του κανόνες και τη δική του –πότε στρεβλή, πότε αρχέγονη– ηθική. Αισθητικά, αποθέωσε το νέον και τους καθρέφτες, τις ακραίες εμφανίσεις κάθε είδους μουσικής και κοινωνικής υποκουλτούρας της εποχής, την τρέχουσα μόδα με τον φουτουρισμό των κοσμημάτων από πολυεστερικό πλαστικό, σε σύνθεση με ρετρό αναδρομές στο 1920 των γκάνγκστερ και του γερμανικού ιμπρεσιονισμού. Ευτύχησε να έχει ίδιο οπτικό σημείο αναφοράς με το κοινό του, καθώς το 1982 είχε ήδη κυκλοφορήσει το Blade Runner, κινηματογραφική μεταφορά ενός από τα ριζικά κείμενα των δημιουργών του κυβερνοπάνκ (το «Ηλεκτρικό Πρόβατο» του Φίλιπ Ντικ). Όσα ήθελαν να περιγράψουν με λόγια, αυτό τα είχε κάνει εικόνα.

Δεν ήταν όλη η ΕΦ της εποχής κυβερνοπάνκ, ούτε η μόνη τάση που εμπνεόταν από το παρελθόν. Όπως η πολιτική συντήρηση της περιόδου αλληθώριζε προς το ’50 και «τις παραδοσιακές αξίες» που του χρέωναν, η προοδευτική ΕΦ ανέτρεχε επίσης σ’ εκείνα τα πρώτα χρόνια του φόβου των πυρηνικών. Τότε είχε εγκαταλείψει την Όπερα του Διαστήματος για να μιλήσει για ανακαλύψεις που μπορεί να γίνονταν την άλλη μέρα και έκανε το ίδιο ξανά, ενώ για άλλους πηγή έμπνευσης ήταν η Βικτωριανή Εποχή, ως πρότυπο κοινωνίας που έδινε αξία στις ανακαλύψεις, τη μόρφωση και τις εφευρέσεις. Με δαντέλα, κοινωνικές συμβάσεις και τεχνολογία βασισμένη στον ατμό, περιέγραφαν μια εποχή που μπορεί για τους ίδιους να ήταν παρελθόν, αλλά για τους Βικτωριανούς ήταν ένα μέλλον που δεν είχε συμβεί. Σχετικά βιβλία είχαν γραφτεί και πιο παλιά, αλλά τη δεκαετία του ’80 σχηματίστηκε διακριτό ρεύμα, που πήρε το όνομα steampunk. Τον όρο τον πρότεινε αστειευόμενος ο πρωτοπόρος του χώρου K.W. Jeter, κάνοντας λογοπαίγνιο με το πανταχού παρόν τότε κυβερνοπάνκ. Κατά πλήρη ειρωνεία, το ευρύ κοινό μαθαίνει το steampunk το 1990 με το «The Difference Engine», το οποίο έγραψε ο σκαπανέας του κυβερνοπάνκ Μπρους Στέρλινγκ μαζί με τον Ουίλιαμ Γκίμπσον.

Η τάση αυτή του steampunk να πει κάτι που θα μπορούσε να έχει γίνει, οδήγησε μοιραία και σε άλλα επιστημονικά μονοπάτια, διαφορετικής επιστήμης από τη Φυσική. Το λογοτεχνικό υποείδος που ασχολείται κατεξοχήν με το τι θα είχε συμβεί αν κάποιο ιστορικό γεγονός δεν είχε συμβεί ή αν είχε ακολουθήσει διαφορετική εξέλιξη (π.χ., αν ο Καποδίστριας δεν είχε δολοφονηθεί ή αν οι Έλληνες είχαν ηττηθεί στον Μαραθώνα) ονομάζεται Εναλλακτική Ιστορία. Κατατάσσεται στην Επιστημονική Φαντασία γιατί κατασκευάζει παρελθόντα, παρόντα ή μέλλοντα αναζητώντας την πιθανότερη και όχι την εντυπωσιακότερη εξέλιξη των πραγμάτων, ενώ συχνά εξετάζει την τεχνολογική πρόοδο στους κόσμους που περιγράφει. Αν και δεν έλειψαν ποτέ τέτοια βιβλία στη λογοτεχνία του Φανταστικού και στα ριζικά της κείμενα (το πρώτο δείγμα εντοπίζεται στην εκτίμηση του Ρωμαίου ιστορικού Τίτου Λίβιου για το τι θα είχε γίνει αν ο Αλέξανδρος αντιμετώπιζε τους συμπατριώτες του αντί για τους Πέρσες), η μεγάλη ανάπτυξη έρχεται τη δεκαετία του 1980. Οι Γκρέγκορι Μπένφορντ και Μάικ Ρέσνικ επιμελήθηκαν σειρές ανθολογιών με σχετική θεματολογία (What might have been και Alternate, αντίστοιχα), ο ιστορικός Χάρι Τέρτλντοβ ξεκίνησε την πρώτη από τις πολύτομες και δημοφιλείς σειρές του (αυτή με θέμα το Βυζάντιο), o S.M. Stirling στο «Domination» περιέγραψε μια Νότια Αφρική μπροστά στην οποία ωχριούν οι Ναζί. Και, από τότε, η Εναλλακτική Ιστορία ανθεί.

Παρά τις τόσες καινοτομίες, τα παραδοσιακά θέματα δεν έπαψαν να απασχολούν τους συγγραφείς του είδους. Η πρώτη επαφή με εξωγήινους και το απώτερο μέλλον παρέμειναν στο προσκήνιο, αλλά κανείς δεν θεωρούσε πια πως υπάρχουν εύκολες λύσεις. Η συμβίωση με άλλα νοήμονα όντα θα είναι οπωσδήποτε περίπλοκη κατάσταση κι ένας πόλεμος μαζί τους θα είχε πολύ ευρείες συνέπειες αντί να αρκεί η ανατίναξη μιας ναυαρχίδας για να λήξει. Πέρα από το έργο του Καρντ, πολλοί άλλοι έθιξαν τέτοια θέματα, όπως ο επιστήμονας Καρλ Σαγκάν με την «Επαφή  και ο Alan Dean Foster (στο «Nor Crystal Tears» παρουσίασε το πώς φανήκαμε στους εντομοειδείς εξωγήινους με τους οποίους τελικά σχηματίσαμε την Κοινοπολιτεία Humanx της ομώνυμης σειράς του).

Ακόμα και σε πιο αισιόδοξα έργα, που θεωρούν δεδομένη την αντιμετώπιση των άμεσων προβλημάτων της ανθρωπότητας και τη μακροχρόνια επιβίωσή της με ευημερία, η ύπαρξη δυσκολιών και ηθικών ζητημάτων θεωρείται δεδομένη. Όπως στο «Consider Phlebas», με το οποίο ο σημαντικότατος Βρετανός συγγραφέας Ίαν Μ. Μπανκς ξεκίνησε το 1987 τη σειρά Culture, που τη συνέχισε ώς το 2012. Εκεί, ένας υπερπροηγμένος πολιτισμός που ζει με αφθονία διερωτάται πότε, πόσο και πώς πρέπει να παρεμβαίνει στη ζωή άλλων όντων. Ενώ στη σειρά Βορκοσίγκαν (που έμελλε να κυριαρχήσει στα βραβεία της επόμενης δεκαετίας), η Λόις Μακμάστερ Μπιζόλντ φαντάζεται μεν τα έθνη όπως τα γνωρίζουμε να έχουν εκλείψει σε ένα απώτερο μέλλον, αλλά προειδοποιεί ότι σε αποικισμένους πλανήτες με αρκετά διαφορετικές συνθήκες μεταξύ τους θα προκύψουν τόσο διαφορετικά ήθη και τρόποι ζωής ώστε οι τριβές να είναι αναπόφευκτες. Και η C.J. Cherryh διερωτάται επανειλημμένα ποιος θα κρίνει αν μια κοινωνία πρέπει να αλλάξει ή να ανασυνταχτεί και ποιος μπορεί/πρέπει να είναι ο κινητήριος μοχλός των εξελίξεων: το κράτος, οι θεσμοί, κινήματα, ανεξάρτητοι οργανισμοί, μεμονωμένα άτομα, εξωτερικοί παράγοντες;

Μα και στην παρουσίαση της ίδιας της επιστήμης, η ΕΦ εξελίχθηκε. Οι επιστήμονες έπαψαν να παρουσιάζονται ως καρικατούρες, ως αφηρημένοι θεωρητικοί που είναι όμως ταυτόχρονα ικανοί να «ματσακονιάσουν» οποιοδήποτε μηχάνημα απαιτεί η πλοκή. Τα επιτεύγματα έπαψαν να εμφανίζονται ως εμπνεύσεις ημιπαράφρονων μεγαλοφυϊών και αποτυπώθηκε ορθά η συλλογική προσπάθεια της ακαδημαϊκής κοινότητας σε συνεργασία με τεχνικούς. Κεντρική θέση πήραν οι επιστήμες που έδρεψαν περισσότερο από όλες τα οφέλη της Πληροφορικής, αυτές που εξασκούνταν εμπειρικά από αρχαιοτάτων χρόνων και είχαν ήδη φτάσει σχεδόν στο μέγιστο της ανάπτυξης που ήταν εφικτή χωρίς υπολογιστές: η Ιατρική και η Βιολογία. Η λογοτεχνία αναρωτήθηκε πώς θα μπορούσε να γίνει ο άνθρωπος αν, αντί να ενώσει το σώμα του με μηχανές, επιτάχυνε την Εξέλιξη ή έπαιζε με τη βιοχημεία του. Ο διακεκριμένος αστροφυσικός David Brin έγραψε για την προοπτική να δώσουμε τη δυνατότητα εξέλιξης σε ζώα που φαίνονται να απέχουν ελάχιστα από την απόκτηση νοημοσύνης και αυτοσυνείδησης (π.χ. δελφίνια και χιμπατζήδες), διαδικασία που ονόμασε uplift — η λέξη πέρασε, φυσικά, στην ορολογία της ΕΦ. Η «Μουσική του αίματος» του Γκρεγκ Μπέαρ με τα νοήμονα λεμφοκύταρα μέσα στο σώμα του πρωταγωνιστή επηρέασε την πορεία της ΕΦ όσο λίγα έργα της περιόδου.

Κι αφού η δεκαετία του ’80 σημαδεύτηκε από τις οικολογικές ανησυχίες, αυτές βρήκαν τη θέση τους και στη λογοτεχνία, σε έργα όπως του Κιμ Στάνλεϊ Ρόμπινσον ή το «The Legacy of Heorot» των Niven-Pournelle-Barnes.

Ήταν επίσης η εποχή που τα ΛΟΑΤ άτομα γίνονταν ευρύτερα αποδεκτά και γινόταν αντιληπτό πως ακόμα και μέσα σε υποβαθμισμένες μειονότητες δεν ήταν όλοι ίδιοι, αλλά κάποιοι έπεφταν θύματα εσωτερικών διακρίσεων. Η ΕΦ προχώρησε πριν από το τρίτο κύμα του φεμινισμού. Εκδότες και αναγνώστες που θεωρούσαν πως τους αφορούσαν βιβλία για τη ζωή σε έναν πλανήτη που κατοικείται αποκλειστικά από εξωγήινους, δεν απέρριπταν βιβλία για πλανήτες στους οποίους όλοι ήταν γκέι ή Ινδιάνοι. Οι συγγραφείς ΕΦ απεικόνιζαν πλέον τα ΛΟΑΤ και μειονοτικά άτομα στο ανθρώπινο μέτρο κι όχι σαν ευκαιρία για να προβάλουν τον δικό τους προοδευτισμό ή να βγάλουν τη γλώσσα στο κατεστημένο. Ακόμα καλύτερα, βρέθηκαν άτομα από τις παραγκωνισμένες γωνιές της κοινωνίας να εκμεταλλευτούν τις ευκαιρίες που έδινε πια ο χώρος σε όλους-όλους. Μέσα από την ΕΦ, δημιουργοί όπως ο γκέι Ντέιβιντ Τζέρολντ, η τρανς Τζέσικα Αμάντα Σάλμονσον και η φτωχή, μαύρη Οκτάβια Μπάτλερ προβλημάτισαν, βραβεύτηκαν και, το κυριότερο, μας χάρισαν αξιόλογα (στην περίπτωση της Μπάτλερ, κορυφαία) λογοτεχνήματα.

Προβληματισμούς διαφόρων ειδών εξέφραζε με ένα πολύ εύληπτο περιτύλιγμα και κάποιος που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τρίτος σουπερστάρ της εποχής. Ο Ντάγκλας Άνταμς με το σατιρικό «Γυρίστε το Γαλαξία με Οτοστόπ» (1985) και τις συνέχειές του ξεπέρασε τις 15.000.000 πωλήσεις ώς τον πρόωρο θάνατό του το 2001. Τα βιβλία της σειράς αυτής ξεκίνησαν ως σενάρια ραδιοφωνικού (!) σίριαλ στη Βρετανία, αλλά έγιναν παγκόσμιο φαινόμενο με μεταφράσεις σε πάνω από 30 γλώσσες, τηλεοπτική σειρά, παιχνίδι στον υπολογιστή, ταινία, και γενικά βοήθησαν όσο λίγα έργα στην εξοικείωση του μέσου ανθρώπου με την ιδέα πως δεν χρειάζεται να είναι φανατικός οπαδός της ΕΦ για να ψυχαγωγείται μ’ αυτήν πού και πού.

Στο άλλο άκρο, γράφτηκαν τη δεκαετία του ’80 και «δύσκολα» βιβλία ΕΦ, για τους απαιτητικούς, με εξεζητημένες συλλήψεις και λεπτοδουλεμένη γραφή, όπως «Το βιβλίο του Νέου Ήλιου» του Τζιν Γουλφ ή ο «Υπερίωνας» του Νταν Σίμονς.

Απορείτε αν υπήρχαν αναγνώστες για όλα αυτά, από τον Γκίμπσον ώς τον Τέρτλντοβ και τον Άνταμς; Πολλοί, και δεν χόρταιναν. Η απόδειξη είναι πως τη δεκαετία του ’80 τα βιβλία ΕΦ μεγάλωσαν σε μέγεθος και πολλά ανήκαν σε σειρές, κάποιες από τις οποίες συνεχίζονται ως σήμερα. Ακόμα κι η παλιά φρουρά (Κλαρκ, Ασίμοφ, Χέρμπερτ) έγραφαν συνέχειες στις παλιές τους επιτυχίες. Οι σειρές μάλιστα κατέκλυσαν τον χώρο ακόμα περισσότερο και μετά το ’90. Λίγες ήταν οι νέες τάσεις: μια στροφή προς τα ταξίδια στον χρόνο, η εμφάνιση της στρατιωτικής ΕΦ (που παρουσιάζει πολεμικές συγκρούσεις με ακρίβεια στις λεπτομέρειες, από την τεχνολογία των όπλων και των οχημάτων ώς τις στρατηγικές και την καθημερινότητα των μαχητών), αλλά και η αναβίωση της Όπερας του Διαστήματος. Αυτή ακολούθησε τα χνάρια του Μπανκς, με εκπροσώπους όπως ο David Weber με το «Honorverse» του και ο Ben Bova, και θέλει το είδος να είναι σχεδόν ο αντίποδας αυτού που ήταν κάποτε: να περιγράφει συνεκτικούς κόσμους, από την πολιτική και την πολιτισμική κατάσταση των οποίων προκύπτει και νοηματοδοτείται η δράση, αντί να συμβαίνει ό,τι κατέβει στον συγγραφέα για ανάλαφρη διασκέδαση.

Η έλλειψη ευρειών καινοτομιών δεν ήταν στασιμότητα. Το είδος είχε κατορθώσει τόσο πολλά πρόσφατα, που χρειαζόταν σταθερότητα για να τα εδραιώσει. Διάφοροι παλιότεροι συγγραφείς τελειοποίησαν το ύφος τους αυτή την περίοδο, όπως η πολυβραβευμένη Κόνι Γουίλις, ο Vernor Vinge, ο Joe Haldeman, ο Michael Swanwick. Οι ξεχωριστοί δημιουργοί δεν επισκιάζουν τους πάντες όπως συνέβαινε κάποτε με τον Γκίμπσον και τον Καρντ, είτε επειδή είναι ολιγογράφοι σαν τον Τεντ Τσιανγκ, είτε επειδή κάθε βιβλίο τους είναι κι ένα καινούριο πείραμα, με αποτέλεσμα το κοινό που απόλαυσε το ένα να δυσκολεύεται το κατανοήσει το επόμενο – παράδειγμα ο Neal Stephenson.

Πάντως, οι γυναίκες μετά το ’90, επιτέλους, δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τους άντρες σε παραγωγή, βραβεύσεις και πωλήσεις. Δεν υπάρχει καμιά πριμοδότηση του έργου τους, κερδίζουν τη θέση τους με το σπαθί τους, με τη μοναδική οπτική του φύλου τους και των εμπειριών που έχει η κάθε μία. Είναι πολλές ακόμη πέρα από όσες έχουν αναφερθεί ήδη, όπως η Nancy Kress, που κάνει επιμελή έρευνα πριν γράψει για να αποφύγει τυχόν ανακρίβειες, και η Elizabeth Moon, που έχει δύο πτυχία και υπηρέτησε στους πεζοναύτες. Επίσης, για να γκρεμιστούν τα τείχη, η ΕΦ άπλωνε το χέρι στους λογοτέχνες που ήθελαν να χρησιμοποιήσουν τις συμβάσεις της για να εξερευνήσουν το θέμα τους· π.χ., το «Sparrow» της Mary Doria Russell πήρε σχεδόν όλα τα βραβεία του χώρου εκτός από τα δυο μεγάλα. Εξωστρέφεια υπήρχε ήδη από την προηγούμενη δεκαετία, με την «Ιστορία της Πορφυρής Δούλης» (το Handmaid’s Tale, ντε — που σύντομα επανακυκλοφορεί στα ελληνικά με τον τίτλο «Η ιστορία της θεραπαινίδας»), αλλά ακόμα ήθελαν να αποφύγουν κάθε υπόνοια παραλογοτεχνίας ακόμα κι εκείνοι που παραδέχονταν πως έγραφαν «Λογοτεχνία του Φανταστικού».

Τέλος, άξια αναφοράς για τη δεκαετία του ’90 είναι η δημοφιλής Τριλογία του Άρη του Ρόμπινσον (1993-1996). Αξιοποιώντας τις γνώσεις που αποκομίστηκαν από τα διαστημικά προγράμματα του ’80, τόλμησε να ασχοληθεί με μια προοπτική που οι άλλοι συγγραφείς απέφευγαν επιμελώς: κι αν δεν μπορέσουμε να βγούμε από το ηλιακό σύστημα και τα διαπλανητικά ταξίδια παραμείνουν δύσκολα για τους αστροναύτες όπως σήμερα; Το θέμα του Ρόμπινσον ήταν η γαιοποίηση του Άρη, αλλά χωρίς τη ρεαλιστική προσέγγισή του πιθανώς δεν θα είχαμε αργότερα αξιόλογες ταινίες όπως το «Gravity» και το «Interstellar».

Η ΕΦ της νέας χιλιετίας είναι πολύ δύσκολο να συνοψιστεί. Ορισμένες ιδέες εξελίσσονται αδιάκοπα και διαχέονται στην κοινωνία μέσω της λογοτεχνίας, στην οποία ορίζουν υποείδη, επηρεάζοντας και την επιστήμη (π.χ. ο μετανθρωπισμός). Παράλληλα, παλιότερα είδη και τάσεις, όπως το κυβερνοπάνκ, έχουν ξεπεραστεί και παροπλιστεί, αλλά γενούν ασταμάτητα παραλλαγές, εξαιρετικά εξειδικευμένες (π.χ. dieselpunk και climate fiction) ή αναθεωρητικές (π.χ. post-cyberpunk). Αυτό είναι αναπόφευκτο, καθώς το διαδίκτυο πήρε την κοσμογονία ιδεών της ΕΦ μετά το ’80, τις συζήτησε σε φόρουμ, τις σχολίασε σε άρθρα, τις ανέπτυξε και τις συνθέτει ολοένα σε νέες παραλλαγές, τόσο γρήγορα, που δεν προφταίνει μια στρατιά από συγγραφείς να τις εκμεταλλευτεί όλες.

Οι καλύτεροι νέοι δημιουργοί της τελευταίας εικοσαετίας είναι συχνά ο καθένας πρωτοπόρος, θεμελιωτής υποείδους ή τάσης, και χρειάζεται νέος όρος ή μια σύντομη φράση για να προσδιορίσει το είδος ή τον μοναδικό συνδυασμό ειδών που γράφουν. Έχει σχηματιστεί ένα κύμα που φέρνει συνέχεια στην επιφάνεια ό,τι πιο πρωτότυπο και καλοφτιαγμένο. Η ροή αυτοτροφοδοτείται και δεν φαίνεται πιθανό να σταματήσει: Richard Morgan, Τζεφ Βάντερμιερ (ξεκίνησε το 1989, αλλά απογειώθηκε δημιουργικά μετά το 2000), Charles Stross, John Scalzi, Paolo Bacigalupi… Αρχίζουμε να μαθαίνουμε και τι διαφορετικούς δρόμους ακολούθησε η ΕΦ έξω από τον αγγλόφωνο κόσμο, με μεταφράσεις συγγραφέων όπως ο Liu Cixin ή ο Dmitry Glukhovsky.

Αυτό δεν σημαίνει πως η ΕΦ ξεχνά ότι είναι μέρος της ποπ κουλτούρας και ότι καταφεύγουν σ’ αυτή δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως για να διασκεδάσουν (και μέσα από τη διασκέδασή τους να προβληματιστούν). Υπάρχουν και λιγότερο ρηξικέλευθοι συγγραφείς, που ακολουθούν την πεπατημένη για να δώσουν όσο πιο καλοφτιαγμένα κείμενα μπορούν, όπως ο James S.A. Corey, ο Peter F. Hamilton ή η Ann Leckie.

Μετά το 2000, συγγραφείς εγνωσμένης αξίας εκτός του χώρου επέλεξαν τα σύμβολα της ΕΦ για να αφηγηθούν κάποια ιστορία τους: ο Κόρμακ ΜακΚάρθι με τον «Δρόμο», ο Ντέιβιντ Μίτσελ με τον «Άτλαντα του ουρανού» και τα «Κοκάλινα ρολόγια», ο Καζούο Ισιγκούρο με το «Μη μ’ αφήσεις ποτέ», ο Χαρούκι Μουρακάμι με το «1Q84», ο Μισέλ Φέιμπερ με το «Κάτω από το δέρμα» και το «Βιβλίο των παράξενων νέων πραγμάτων», ο Μισέλ Ουελμπέκ με την «Υποταγή». Υπάρχει καλύτερη απόδειξη πως τα σύμβολα αυτά είναι πλέον πανανθρώπινα και δεν αφορούν αποκλειστικά μια περιχαρακωμένη μειοψηφία;

Η Επιστημονική Φαντασία είχε πάντα τη φιλοδοξία να προειδοποιήσει για κινδύνους ώστε να μη χειροτερέψει η ζωή μας και, ιδανικά, να αλλάξει τον κόσμο προς το καλύτερο. Φαίνεται πως τελευταία έχει πάρει καλό δρόμο για να το πετύχει, αφού ξεκίνησε να αλλάζει τον εαυτό της πρώτα, επανεφευρίσκοντάς τον αδιάλειπτα και ταυτόχρονα εξακολουθώντας να προσφέρει στον αναγνώστη τόσο την ψυχαγωγία όσο και τον προβληματισμό που εκείνος αποζητά.